- ἐπισύνθετον
- ἐπισύνθετοςcompoundmasc/fem acc sgἐπισύνθετοςcompoundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισύνθετος — ἐπισύνθετος, ον (Α) [σύνθετος] 1. αυτός που σχηματίζεται από συναρμογή, ο σύνθετος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπισύνθετον (μέτρον) μέτρο που αποτελείται από κώλα διαφορετικού ρυθμού … Dictionary of Greek